- παναλήμων
- πᾰν-ᾰλήμων, ον, gen. ονος,A roving all about,
ψυχή Procl.H.3.15
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ψυχή Procl.H.3.15
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
παναλήμων — παναλήμων, ον (Α) αυτός που περιπλανιέται σε όλα τα μέρη. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + ἀλήμων «περιφερόμενος» (< ἀλῶμαι)] … Dictionary of Greek
παναλήμονα — παναλήμων roving all about neut nom/voc/acc pl παναλήμων roving all about masc/fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)